- αδόκητος
- -η, -ο (Α ἀδόκητος, -ον) [δοκῶ]απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος»)αρχ.1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά»2. (επίρρ. φρ.) «ἀπό τοῡ ἀδοκήτου» ή «ἐκ τοῡ ἀδοκήτου», απροσδόκητα, απρόσμενα.
Dictionary of Greek. 2013.